Του Chris Farrell
Εάν ρωτήσετε έναν εκτελεστικό διευθυντή μιας επιχείρησης για το εργατικό δυναμικό του μέλλοντος, εκείνος θα υποστηρίξει με θέρμη την ανάγκη βελτίωσης της απόδοσης των νηπιαγωγείων, των δημοτικών σχολείων και των γυμνασίων, τα οποία στις ΗΠΑ είναι γνωστά ως σχολεία «Κ-12». Επίσης θα παρατηρήσει ότι εδώ και χρόνια η Αμερική υστερεί στις διεθνείς αξιολογήσεις των μαθητικών επιδόσεων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα μαθηματικά και τη φυσική. Εντούτοις, οι κυβερνήτες πολιτειών που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες περιστέλλουν τις δαπάνες της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ κάποιοι πολιτειακοί ηγέτες προτείνουν ακόμη και δρακόντειες περικοπές. Τι δεν πάει καλά μ’ αυτήν την εικόνα;
Πολλοί κυβερνήτες και πολιτειακοί νομοθέτες πιστεύουν ότι το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα είναι στρεβλό. Εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις προωθούν την ατζέντα των εξετάσεων και της λογοδοσίας, συμπεριλαμβανομένου του νόμου της κυβέρνησης Bush «Κανένα Παιδί να μη Μείνει Πίσω» (NCLB, No Child Left Behind) αλλά και της πρωτοβουλίας της κυβέρνησης Obama «Αγώνας Δρόμου προς την Κορυφή» (Race to the Top). Από το 1981 έως το 2007, σε πραγματικές τιμές οι δαπάνες ανά μαθητή σχεδόν διπλασιάστηκαν, από 5.639 δολάρια σε 10.041 δολάρια αντίστοιχα. Τα αποτελέσματα που μετρήθηκαν ήταν εν πολλοίς μέτρια. Από τις βολές κατά των εκπαιδευτικών συνδικάτων στο ντοκιμαντέρ Waiting forSuperman, μέχρι την ίδρυση των σχολείων charter (τα οποία είναι δημόσια σχολεία που απολαμβάνουν αυτονομία και υπόκεινται σε διαφορετικό καθεστώς) με χρηματοδότηση φιλάνθρωπων ιδιωτών, υπάρχει μια άποψη η οποία υποστηρίζει ότι οι εκπαιδευτικοί και τα σωματεία τους είναι οι υπαίτιοι του εκπαιδευτικού ελλείμματος.
Η δαιμονοποίηση των δημόσιων εκπαιδευτικών και των συνδικαλιστικών τους σωματείων είναι κατά μεγάλο μέρος άστοχη και σε καμία περίπτωση δεν είναι εποικοδομητική. Από το 1983, όταν η επιτροπή εμπειρογνωμόνων της κυβέρνησης Reagan δημοσίευσε την έκθεση - ορόσημο με τίτλο «Έθνος σε Κίνδυνο» (Nation at Risk), κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την επιτακτικότητα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, ο ενθουσιασμός κορυφώθηκε και στράφηκε προς διάφορες αλλαγές, οι οποίες κυμαίνονταν από τα εθνικά πρότυπα μέχρι τη μείωση των μαθητών ανά τάξη και αργότερα την ίδρυση των σχολείων charter. Ωστόσο, αυτό που διδαχτήκαμε από τις τελευταίες τρεις δεκαετίες είναι ότι δεν υπάρχει μαγικό ραβδί που θα μεταμορφώσει την εκπαίδευση από τη μια μέρα στην άλλη, ούτε κάποιος αποκλειστικός υπαίτιος ο οποίος ευθύνεται για την κατάστασή της. Ο μεγάλος κίνδυνος με τον οποίο φλερτάρουν οι κυβερνήτες περικόπτοντας τους προϋπολογισμούς είναι να κάνουν το επάγγελμα του εκπαιδευτικού ακόμα πιο απωθητικό. Προκειμένου να αποφευχθεί αυτό το δυσμενές ενδεχόμενο, το βάρος πέφτει στην ηγεσία των εκπαιδευτικών και των σωματείων τους, οι οποίοι πρέπει να δράσουν με αποφασιστικότητα και να προωθήσουν ριζικές αλλαγές, οι οποίες θα μπορούσαν αφενός να προσελκύσουν νέο αξιόλογο διδακτικό προσωπικό και αφετέρου να κρατήσουν τους υφιστάμενους εκπαιδευτικούς που αξίζουν. «Η πορεία της οικονομίας μας δεν είναι προδιαγεγραμμένη. Αν δεν αναβαθμίσουμε ποιοτικά τα σχολεία μας, το μέλλον προμηνύεται δυσοίωνο», σύμφωνα με τον Eric Hanushek, παλαίμαχο εκπαιδευτικό οικονομολόγο του Ιδρύματος Hoover.
Η καλή διδασκαλία είναι σημαντική
Η ποιότητα του εκπαιδευτικού προσωπικού έχει σημασία. Σκεφτείτε τους καλούς καθηγητές που είχατε στο σχολείο. Τη δασκάλα στο δημοτικό χάρη στην οποία αγαπήσετε το διάβασμα, ή τον καθηγητή της φυσικής που σας ενέπνευσε να γίνετε γιατρός. Σκεφτείτε επίσης πόση ζημιά μπορεί να προκαλέσει ένας κακός δάσκαλος, από το να καταπνίξει τη δημιουργικότητα των μαθητών μέχρι να τους απομακρύνει από τη διδασκαλία στην τάξη.
Οι ακαδημαϊκές έρευνες επιβεβαιώνουν τον κρίσιμο ρόλο που διαδραματίζουν οι εκπαιδευτικοί, έστω κι αν η μέτρηση και ο προσδιορισμός της ποιότητας στην εκπαίδευση παραμένει αμφιλεγόμενος. Παραδείγματος χάρη, ο Hanushek εκτιμά ότι οι πολύ καλοί εκπαιδευτικοί, οριζόμενοι ως οι εκπαιδευτικοί με μεγάλα μετρήσιμα κέρδη από την υψηλή βαθμολογία των μαθητών τους στις εξετάσεις, αξίζουν 400.000 δολάρια περισσότερα ετησίως σε δια βίου απολαβές των μαθητών μιας 20μελούς τάξης, σε σχέση με τους μέσης ποιότητας εκπαιδευτικούς. Ομοίως, μια ομάδα ακαδημαϊκών υπό την καθοδήγηση του Raj Chetty, οικονομολόγου του Πανεπιστημίου του Harvard, εξέτασε τις απολαβές περίπου 12.000 ενηλίκων που στις αρχές τις δεκαετίας του ’80 είχαν συμμετάσχει σε ένα εκπαιδευτικό πείραμα ενός νηπιαγωγείου του Τεννεσί. Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι οι υψηλής ποιότητας εκπαιδευτικοί ενός μόνο ακαδημαϊκού έτους γέννησαν κέρδη σε απολαβές 214.000 δολαρίων για μια τάξη 20 μαθητών.
Ο τρόπος που προσλαμβάνεται το εκπαιδευτικό προσωπικό σε χώρες όπως η Σιγκαπούρη, η Φινλανδία και η Νότια Κορέα είναι ενδεικτικός. Σύμφωνα με τη συμβουλευτική εταιρεία McKinsey & Co, τα συστήματα των χωρών αυτών είναι από τα κορυφαία παγκοσμίως, καθώς το 100% του διδακτικού τους προσωπικού προέρχεται από το ανώτερο ένα τρίτο των απόφοιτων πανεπιστημίου. Εν αντιθέσει, στις ΗΠΑ το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνά το 23 τοις εκατό, ενώ στα πολύ φτωχά σχολεία το αντίστοιχο ποσοστό κατρακυλά στο 14%. Η συντριπτική πλειονότητα των 900 μαθητών από τους οποίους πήρε συνέντευξη η McKinsey & Co, οι οποίοι φοιτούσαν στα καλύτερα αμερικανικά κολλέγια, δήλωσαν ότι ο εκπαιδευτικός κλάδος δεν αποτελεί ελκυστική λύση για την επαγγελματική και οικονομική τους αποκατάσταση.
Οι καλοί εκπαιδευτικοί παραιτούνται
Η Αμερική μένει ακόμα πιο πίσω σε σχέση με τις άλλες χώρες. Ο κατάλογος με τα κακώς κείμενα του εκπαιδευτικού επαγγέλματος είναι μακρύς. Τα τελευταία χρόνια πολλές μητροπολιτικές εκπαιδευτικές περιφέρειες αντιμετώπιζαν τέτοια αβεβαιότητα ως προς τον προϋπολογισμό τους που δεν ήταν σε θέση να βεβαιώσουν τους δασκάλους τους –και ιδιαίτερα τους πιο νέους– ότι θα τους προσλάμβαναν για το επόμενο ακαδημαϊκό έτος νωρίτερα από τον Αύγουστο. Σε πολλά μέρη της χώρας οι συνδικαλιστικοί κανονισμοί δεν επιτρέπουν να λαμβάνεται υπόψη η ποιότητα των εκπαιδευτικών όταν γίνονται απολύσεις. Οι δάσκαλοι συχνά αγοράζουν με δικά τους χρήματα τα απαραίτητα για το μάθημα, ενώ πλέον βάλλονται και οι μισθοί και οι παροχές τους, καθώς ένας αυξανόμενος αριθμός κυβερνητών ετοιμάζεται να δώσει μάχη με τους υπαλλήλους της πολιτείας και της τοπικής κυβέρνησης. «Οι εκπαιδευτικοί με τα καλύτερα προσόντα βρίσκουν κάτι άλλο να κάνουν», λέει ο Richard Murnane, οικονομολόγος στη Σχολή Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Εκπαίδευση του Πανεπιστημίου Harvard. «Κατά μέσο όρο αυτοί που παραμένουν δεν είναι οι καλύτεροι».
Η ανάλυση των προκαταρκτικών προτάσεων προϋπολογισμού 31 πολιτειών δείχνει ότι τουλάχιστον 13 πολιτείες προβλέπουν δριμύτατες περικοπές δαπανών στα προνηπιακά προγράμματα, καθώς και στην α’βάθμια και β’βάθμια εκπαίδευση. Σύμφωνα με το Κέντρο Προτεραιοτήτων Προϋπολογισμού και Πολιτικής, μια από τις μεγαλύτερες περικοπές αφορά το Τέξας, όπου προτείνεται η κατάργηση της χρηματοδότησης προνηπιακών προγραμμάτων που εξυπηρετούν σχεδόν 100.000 παιδιά –αριθμός που αντιστοιχεί σε πάνω από το 40% των προνήπιων. Η Πολιτεία του Μοναχικού Αστεριού ενδέχεται επίσης να μειώσει τη χρηματοδότηση της α’βάθμιας και β’βάθμιας εκπαίδευσης στο 23% κάτω του ελάχιστου ορίου που απαιτείται από τον πολιτειακό νόμο περί χρηματοδότησης της εκπαίδευσης. Ο προϋπολογισμός του κυβερνήτη του Μισισίπι Haley Barbour αποτυγχάνει για τέταρτη χρονιά στη σειρά να ανταποκριθεί στην πολιτειακή υποχρέωση οικονομικής στήριξης των σχολείων α’βάθμιας και β’βάθμιας εκπαίδευσης, με το ενδεχόμενο υποχρηματοδότησης των εκπαιδευτικών περιφερειών κατά 11 τοις εκατό, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 231 εκατομ. δολάρια. Τα στοιχεία αυτά μεταφράζονται σε πολύ κακές συνθήκες εργασίας.
Το ΑΕΠ χάνει τρισεκατομμύρια λόγω της κακής εκπαίδευσης
Το κόστος που έχει ένα μέτριο εκπαιδευτικό σύστημα για την οικονομία είναι κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο. Το Διεθνές Πρόγραμμα Αξιολόγησης Μαθητών (PISA) εξετάζει, αξιολογεί και συγκρίνει την επίδοση μαθητών ηλικίας 15 ετών από τις 34 χώρες-μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), καθώς και από 31 ακόμη χώρες και εκπαιδευτικά συστήματα, όπως λόγου χάρη της Σαγκάης. Τα στοιχεία που βγήκαν στη δημοσιότητα στις ΗΠΑ το Δεκέμβριο 2010 ήταν μέτρια. Σε ότι αφορά τον αναγνωστικό εγγραμματισμό στην κατανόηση κειμένου, η Αμερική ήρθε 10η. Στις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά, δύο σημαντικότατους τομείς σε μια εποχή ταχείας τεχνολογικής προόδου, τα αποτελέσματα δεν ήταν καλύτερα. Η Αμερική ήρθε 19η στις φυσικές επιστήμες και 24η στα μαθηματικά. Οι σύμβουλοι της McKinsey εκτιμούν ότι εάν οι ΗΠΑ είχαν γεφυρώσει το χάσμα της ακαδημαϊκής επίδοσης με τα υψηλότερα κατατασσόμενα έθνη από το 1983 έως το 1998, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της Αμερικής θα μπορούσε να είναι υψηλότερο κατά 1,3 έως 2,3 τρισ. δολάρια σε σχέση με το πραγματικό ΑΕΠ του 2008. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι κατά την πρόσφατη περίοδο ύφεσης η αμερικανική οικονομία υστέρησε της δυνητικής της παραγωγής κατά περίπου 1 τρισ. δολάρια.
Τι μπορεί να γίνει, αυτήν την περίοδο των σφιχτών προϋπολογισμών και των έντονων ιδεολογικών διαφορών που διανύουμε; Η απάντηση είναι ότι πρέπει να παραδειγματιστούμε από τις κορυφαίες επιχειρήσεις και να επικεντρωθούμε, προς το παρόν, στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Ακριβώς όπως οι εταιρείες που ανταγωνίζονται σε τομείς που βασίζονται στη γνώση δεν μπορούν να αναπτυχθούν χωρίς αξιόλογο ανθρώπινο δυναμικό, έτσι και η προστιθέμενη αξία της εκπαίδευσης σε μια οικονομία βασιζόμενη στη γνώση δεν μπορεί να υπερβαίνει την ποιότητα των εκπαιδευτικών της. «Τα σχολεία θα πρέπει να μοιάζουν περισσότερο στις επιτυχημένες επιχειρήσεις, εστιάζοντας σε μακροπρόθεσμους στόχους και δημιουργώντας αξία, ενώ πολλές επιχειρήσεις θα έπρεπε να μοιάζουν περισσότερο σε επιτυχημένα σχολεία, βλέποντας μακροπρόθεσμα και δημιουργώντας αξία», λέει ο Michael O΄Keefe, πρώην πρόεδρος του Κολλεγίου Art & Design της Μινεάπολις και από το 1987 συν-πρόεδρος του Εκπαιδευτικού Προγράμματος του Ινστιτούτου Άσπεν.
Καθώς η έννοια της ποιότητας είναι δύσκολο να προσδιοριστεί επακριβώς, το πιο αποτελεσματικό θα ήταν τα σωματεία και οι ακαδημαϊκές διοικήσεις να ξεκινήσουν απομακρύνοντας τους εκπαιδευτικούς που έχουν κακή απόδοση –και γρήγορα μάλιστα. Ο Hanushek εκτιμά ότι εάν το κατώτατο 5 έως 8 τοις εκατό των εκπαιδευτικών αντικαθίστατο από εκπαιδευτικούς μέσης απόδοσης, οι ΗΠΑ θα κατατάσσονταν στα ανώτερα κλιμάκια της διεθνούς αξιολόγησης τόσο στις φυσικές επιστήμες όσο και στα μαθηματικά. Στα τέλη του προηγούμενου μήνα η Randi Weingarten, πρόεδρος της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Εκπαιδευτικών, πρότεινε οι μόνιμοι καθηγητές που δεν αποδίδουν επαρκώς να παίρνουν προθεσμία ενός έτους για παρουσιάσουν βελτίωση, διαφορετικά να υπάρχει η δυνατότητα απόλυσής τους 100 ημέρες μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής. Αυτή είναι η πρόταση της προέδρου για γρήγορα αποτελέσματα, αλλά δεν υπάρχει τίποτα γρήγορο σ’ αυτήν την πρόταση, ούτε αρκεί για να φέρει αποτελέσματα. Άραγε είναι πρόοδος να υπάρχει η δυνατότητα απόλυσης ενός ανεπαρκούς εκπαιδευτικού μετά από 465 ημέρες; Αυτό είναι απαράδεκτο.
Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να αναλογιστούν το παράδειγμα της UAW
Καλώς ή κακώς τα εκπαιδευτικά σωματεία βρίσκονται αντιμέτωπα με το πρόβλημα της General Motors. Μπορούν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του συνδικάτου United Auto Workers και να πέσουν στην παγίδα των διαρκών μικροαλλαγών που δεν μεταβάλλουν την υποβόσκουσα δυναμική του εργατικού δυναμικού, στρατηγική που γύρισε μπούμερανγκ για την κάποτε περήφανη αυτοκινητοβιομηχανία και τους εργαζόμενούς της. Η άλλη εναλλακτική είναι τα σωματεία να πάρουν την πρωτοβουλία και να ηγηθούν της αναμόρφωσης του αναποτελεσματικού κανονιστικού πλαισίου, το οποίο αποξενώνει τόσο τους γονείς όσο και την πολιτική ηγεσία, και το χειρότερο όλων, αποθαρρύνει τους ταλαντούχους υποψήφιους εκπαιδευτικούς.
Στόχος του εκπαιδευτικού κλάδου πρέπει να είναι η πρόσληψη ακόμα καλύτερα εκπαιδευμένων καθηγητών. Παραδείγματος χάρη, ο μη κερδοσκοπικός οργανισμός Teach for America, ο οποίος λειτουργεί με επιτυχία από το 1990, συγκεντρώνει τους καλύτερους απόφοιτους κορυφαίων πανεπιστημίων και τους τοποθετεί σε φτωχά σχολεία για να διδάξουν. Το πρόγραμμα αυτό θα μπορούσε να επεκταθεί (και το Κογκρέσο θα έπρεπε να άρει την πρόσφατη απόφασή του να καταργήσει την ετήσια ομοσπονδιακή χρηματοδότηση του προγράμματος με κονδύλι ύψους περίπου 21 εκατομ. δολαρίων, επειδή τυπικά πρόκειται για «earmark», δηλαδή για κονδύλι που διατίθεται για συγκεκριμένο σκοπό). Επίσης, τα συνδικάτα θα έπρεπε να καλωσορίζουν και όχι να αντιμάχονται τους εναλλακτικούς τρόπους χορήγησης αδειών άσκησης επαγγέλματος για την προσέλκυση εκπαιδευτικών.
Αυτού του είδους οι αλλαγές αναγκαστικά θα γίνονταν απότομα και τελικά θα κόστιζαν ακόμη περισσότερα χρήματα. «Θα απαιτούνταν αφενός πακέτα αποζημιώσεων για όσους εκπαιδευτικούς κόβονταν στην επιλογή και αφετέρου υψηλότεροι μισθοί για τους εναπομείναντες και τους καινούριους, οι οποίοι θα είχαν πλέον μια πολύ πιο απαιτητική θέση εργασίας», σύμφωνα με τον Hanushek. Όμως τα χρήματα αυτά θα έπιαναν τόπο.
Η ποιοτική αναβάθμιση του υφιστάμενου διδακτικού προσωπικού και η πρόσληψη νέων αξιόλογων εκπαιδευτικών δεν αποτελεί πανάκεια. Πρόκειται για ένα κομμάτι του δύσκολου παζλ της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, μια λύση στο υφιστάμενο πολιτικό αδιέξοδο. Ωστόσο, χωρίς υποστηρικτικές πολιτικές για την προσέλκυση, ανάπτυξη, ανταμοιβή και διατήρηση νέων ταλαντούχων εκπαιδευτικών, ο στόχος της βελτίωσης των ακαδημαϊκών επιδόσεων θα παραμείνει άπιαστος και αυτό θα είναι επιζήμιο για όλους.
Ο Farrell είναι contributing editor οικονομικών θεμάτων στο Bloomberg Businessweek. Μπορείτε επίσης να τον ακούσετε στην εθνικής εμβέλειας οικονομική εκπομπή Marketplace Money της American Public Media, καθώς και στο κρατικό ραδιόφωνο στην εκπομπή Marketplace.