Του Rick Wartzman
Έχω ακούσει ότι πριν από 22 χρόνια, όταν ο Peter Drucker έγραψε ένα άρθρο στο Harvard Business Review με τίτλο «Τι μπορούν να μάθουν οι επιχειρήσεις από τους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς», κάποιοι πίστεψαν ότι επρόκειτο για τυπογραφικό λάθος του περιοδικού που «έβγαζε μάτι». Σίγουρα το σωστό έπρεπε να είναι το ανάποδο: «Τι μπορούν να μάθουν οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί από τις επιχειρήσεις».
Παρόλο που η παραπάνω ιστορία μάλλον δεν είναι αληθινή, είναι προφανές ότι ο Drucker ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του όταν σημείωνε ότι στον κοινωνικό τομέα πολλοί από τους μεγαλύτερους οργανισμούς λειτουργούν εξίσου καλά με τις πιο επιτυχημένες επιχειρήσεις.
«Το προσκοπικό σώμα θηλέων, ο Ερυθρός Σταυρός, οι ποιμαντικές εκκλησίες […] αναδεικνύονται στους διαχειριστικούς ηγέτες της Αμερικής», είχε γράψει ο Drucker. «Σε δύο τομείς, την στρατηγική και την αποτελεσματικότητα του διοικητικού συμβουλίου, εφαρμόζουν στην πράξη αυτό που οι περισσότερες αμερικανικές επιχειρήσεις απλά διακηρύσσουν. Στο πιο κρίσιμο ζήτημα, δε, την κινητοποίηση και την παραγωγικότητα των εργαζομένων στο χώρο της γνώσης, είναι πραγματικά πρωτοπόροι και χαράσσουν τις πολιτικές και τις πρακτικές που ο κόσμος των επιχειρήσεων θα πρέπει να μάθει αύριο».
Ο Drucker δεν ήταν «Πολυάννα» των μη κερδοσκοπικών οργανισμών. Πίστευε ότι αν και οι κορυφαίοι ανάμεσά τους ήταν υποδειγματικοί, πολλοί περισσότεροι ήταν εκείνοι που τα έβγαζαν πέρα όπως - όπως. Στην πραγματικότητα, μόνο «ένα μικρό μέρος των μη κερδοσκοπικών οργανισμών έχει πραγματικά καλή διαχείριση», έλεγε ο Drucker. Στη συντριπτική τους πλειονότητα «αν βαθμολογούνταν ίσα που θα έπαιρναν ένα Γ’».
Οι παρατηρήσεις του Drucker, ο οποίος συνέλαβε αφενός το δυναμικό χαρακτήρα των κορυφαίων μη κερδοσκοπικών και αφετέρου τις ανεπάρκειες των υπολοίπων, μου ήρθαν στο μυαλό πρόσφατα όταν διάβασα το Give Smart (PublicAffairs, 2011), ένα βιβλίο των Tom Tierney και Joel Fleishman. Ο Tierney, πρόεδρος της μη κερδοσκοπικής συμβουλευτικής Bridgespan Group και ο Fleishman, καθηγητής δικαίου και δημόσιας τάξης στο Πανεπιστήμιο Duke και ειδήμων στους φιλανθρωπικούς οργανισμούς, συνέγραψαν έναν οδηγό με σκοπό να βοηθήσουν τους πλούσιους ευεργέτες ώστε η γενναιοδωρία τους να «πιάσει τόπο», αλλά και για να παράγουν «περισσότερα και καλύτερα αποτελέσματα με την πάροδο του χρόνου».
Κίνητρα για διαρκή βελτίωση
Όπως σημειώνουν οι συγγραφείς του ανωτέρω βιβλίου, αυτό δεν είναι καθόλου απλό. Καταρχάς, όπως αναφέρουν, «οι παρατηρήσεις σχετικά με τα αποτελέσματα των […] φιλανθρωπικών δράσεων μπορεί να είναι ασαφείς, ακόμη και ύποπτες». Εκτός αυτού, «η φιλανθρωπία δεν έχει ενσωματωμένες συστημικές δυνάμεις για να κινητοποιεί τη διαρκή βελτίωση». Για να ξεπεραστούν οι δυσκολίες αυτές, οι Tierney και Fleishman συνιστούν στους δωρητές να απαντήσουν σε έξι διακριτές αλλά σχετικές μεταξύ τους ερωτήσεις:
1) Ποιες είναι οι αξίες και τα πιστεύω μου;
2) Τι είναι «επιτυχία» και πώς κατακτιέται;
3) Ποιες είναι οι ευθύνες μου;
4) Πώς θα γίνει η δουλειά;
5) Τι συνεργασία έχω με τους δικαιούχους;
6) Βελτιώνομαι;
Τέτοιες ερωτήσεις είναι σκόπιμο να τίθενται σε μια εποχή όπου πολλοί άνθρωποι έχουν τεράστιο πλούτο και την έντονη επιθυμία να αλλάξουν τον κόσμο. Ήδη δεκάδες είναι οι δισεκατομμυριούχοι που δεσμεύτηκαν να ανταποκριθούν στην πρόσκληση του Bill και της Melinda Gates και του Warren Buffett να διαθέσουν τουλάχιστον τη μισή τους περιουσία σε φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Κατά τη γνώμη μου η τέταρτη ερώτηση μπορεί να αποδειχθεί η σημαντικότερη όλων, καθώς, αναλύοντας το πώς θα γίνει η δουλειά, οι Tierney και Fleishman αναφέρονται σε ένα από τα πιο κρίσιμα προβλήματα των μη κερδοσκοπικών: την εγγενή προκατάληψη που χαρακτηρίζει πολλούς δωρητές για τα λειτουργικά έξοδα.
«Υπάρχουν δύο ειδών έξοδα: τα καλά και τα κακά», λένε οι συγγραφείς του βιβλίου. «Ασφαλώς είναι λάθος να χαραμίζονται χρήματα που προορίζονται για φιλανθρωπικούς σκοπούς σε αχρείαστα αγαθά και υπηρεσίες, όμως εξίσου λάθος είναι να περιορίζεται ο αντίκτυπος των χρημάτων αυτών στερώντας από τις μη κερδοσκοπικές τούς αναγκαίους πόρους για τη διατήρηση, τη βελτίωση και την επέκταση των δράσεών τους».
«Μάθετε τι λειτουργεί»
Στο βιβλίο του με τίτλο Managing the Nonprofit Organization, ο Drucker υποστήριξε την υλοποίηση μιας σειράς δράσεων με σκοπό τη «μετατροπή των καλών προθέσεων σε αποτελέσματα:» τη σε βάθος έρευνα αγοράς, την κυοφορία νέων ιδεών και την εκπαίδευση / ανάπτυξη προσωπικού και εθελοντών.
Επιπλέον, έδωσε έμφαση στην επινόηση μηχανισμών έγκαιρων παρατηρήσεων και μετρήσεων, έννοια που ενυπάρχει και σε ένα άλλο βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα, με θέμα τους δωρητές που θέλουν να μεγιστοποιήσουν την επιρροή τους: πρόκειται για το Do More Than Give των Leslie Crutchfield, John Kania και Mark Kramer. Μεταξύ των μέτρων που προτείνουν είναι η ανάπτυξη συστημάτων που εστιάζουν λιγότερο στην απόδοση του παρελθόντος και περισσότερο στην στήριξη των δωρητών και των δικαιούχων τους, «ώστε να μάθουν σε πραγματικό χρόνο τι λειτουργεί και τι όχι για την προώθηση ενός φιλανθρωπικού σκοπού».
Φυσικά τίποτα από όλα αυτά δεν συμβαίνει ως διά μαγείας. Απαιτούνται ικανά στελέχη, διαδικασίες και τεχνολογίες –με άλλα λόγια δαπάνες που μπορούν να θεωρηθούν «οργανικές».
Σε μια μελέτη του 2008, η Bridgespan ανέλυσε το «φαύλο κύκλο» στον οποίο παγιδεύονται πολλοί μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί προσπαθώντας να ευχαριστήσουν εκείνους τους δωρητές που «τείνουν να ευνοούν τους οργανισμούς με τα πιο “λιτά” προφίλ» ή επιλέγουν να χρηματοδοτήσουν μόνο τα προγράμματα που στηρίζουν άμεσα τους χρήζοντες βοήθειας. Σύμφωνα με την Bridgespan, οι εν λόγω μη κερδοσκοπικές, υπό την πίεση «να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των χρηματοδοτών», δεν επενδύουν στο βασικό οργανωτικό δυναμικό τους και παρουσιάζουν υποβαθμισμένες τις δαπάνες που αφορούν τη γενική διαχείριση και υποδομή, τη φορολογία και τη συγκέντρωση χρημάτων, γεγονός που με τη σειρά του ενισχύει την εσφαλμένη αντίληψη των δωρητών για τα «οργανικά» έξοδα.
Ευτυχώς μερικοί οργανισμοί έχουν αρχίσει να «μπαίνουν στο νόημα». Οι American Express Foundation, Edna McConnell Clark Foundation, Weingart Foundation κ.ά. επιδιώκουν να ενισχύσουν τις διαχειριστικές ικανότητες και τα συστήματα των μη κερδοσκοπικών οργανισμών. Ωστόσο, υπάρχουν πολλά ακόμη που πρέπει να γίνουν.
«Όπως και εσείς», γράφουν οι Tierney και Fleishman απευθυνόμενοι στους χρηματοδότες, «οι δικαιούχοι σας έχουν ανάγκη το κατάλληλο δυναμικό προκειμένου να παράγουν τα αναμενόμενα από όλους αποτελέσματα». Με λίγα λόγια, έχουν ανάγκη «τους κατάλληλους ανθρώπους, τις κατάλληλες διαδικασίες και τις κατάλληλες δαπάνες».
Μόνο έτσι η βαθμολογία που έβαζε ο Drucker θα βελτιωθεί και οι κερδοσκοπικές θα πάρουν Α’ στη διαχείριση.
Ο Rick Wartzman είναι εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Drucker στο Claremont GraduateUniversity.