Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

Το πλεονέκτημα του MBA στον επιχειρηματικό στίβο

Όσοι παρακολουθούν τη δημοφιλή τηλεοπτική σειρά The Office αναμφίβολα γνωρίζουν τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει η κακή διοίκηση στην παραγωγικότητα. Ο Michael Scott (τον οποίο υποδύεται ο Steve Carell), ο περιβόητος μάνατζερ της αμερικανικής έκδοσης της σειράς, είναι χαρακτηριστικά ανίκανος και δεν μπορεί να κάνει σχεδόν τίποτα σωστά. Δεδομένου ότι το The Office προβάλλεται σε πάνω από 50 χώρες, οι κακοί διευθυντές σαν τον Michael Scott μάλλον αποτελούν παγκόσμιο φαινόμενο.
Παρά το ενδιαφέρον των ΜΜΕ και του επιχειρηματικού κόσμου για τη διοίκηση επιχειρήσεων, οι ερευνητές δεν την αντιμετωπίζουν αυστηρά ως επιστήμη. Ο Frederick Winslow Taylor συνέλαβε την έννοια της επιστημονικής διοίκησης στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όμως από τότε η έρευνα της διοίκησης βασίζεται κατά κύριο λόγο στη μελέτη περιπτώσεων. Τα case studies είναι χρήσιμα στη διδασκαλία, όμως στην έρευνα μπορεί να αποδειχθούν παραπλανητικά. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Enron, η οποία στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας ήταν πολύ δημοφιλές αντικείμενο μελέτης.

Σε συνεργασία με τους συναδέλφους μου, ερευνητές από το Harvard, το London School of Economics, την McKinsey & Co. και το Stanford, προσπαθήσαμε να μετρήσουμε με επιστημονικές μεθόδους τις πρακτικές διαχείρισης που εφαρμόζονται σε διάφορες εταιρείες και χώρες. Αναπτύξαμε ένα εργαλείο το οποίο βασίζεται στις συνεντεύξεις και μας επιτρέπει να αξιολογήσουμε τις πρακτικές διαχείρισης σε τέσσερις βασικούς τομείς: λειτουργίες, παρακολούθηση, στόχοι και διαχείριση ανθρώπινου κεφαλαίου. Μια ομάδα αναλυτών βαθμολόγησε τις απαντήσεις των διευθυντών σε μια κλίμακα που κυμαινόταν από το 1 (πολύ κακή πρακτική) έως το 5 (βέλτιστη πρακτική), σε 18 διαστάσεις. Την τελευταία δεκαετία χρησιμοποιήσαμε το εργαλείο αυτό για να αξιολογήσουμε περισσότερες από 10.000 εταιρείες σε 20 χώρες.
Όπως ήταν αναμενόμενο, διαπιστώσαμε ότι οι καλά διοικούμενες εταιρείες έχουν πολύ υψηλότερες επιδόσεις από τις εταιρείες που έχουν κακή διαχείριση. Οι εταιρείες της πρώτης κατηγορίας είναι πιο αποδοτικές, πιο επικερδείς, αναπτύσσονται με ταχύτερους ρυθμούς και είναι πιο απίθανο να χρεοκοπήσουν. Παραδείγματος χάρη, η μετακίνηση από την κακή στην καλή διαχείριση (από το κατώτερο 25% στο ανώτερο 25% των πρακτικών διαχείρισης) συνδέεται με 3% υψηλότερη απόδοση κεφαλαίων και 70% ταχύτερη ανάπτυξη.
Οι ΗΠΑ στην κορυφή, η Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις
Σε ό,τι αφορά τη διαχείριση, από τις 20 χώρες που ερευνήσαμε οι ΗΠΑ βρίσκονται στην κορυφή της κατάταξης, ενώ τις 3 τελευταίες θέσεις καταλαμβάνουν η Κίνα, η Βραζιλία και η Ινδία. Μία θέση πιο πάνω βρίσκονται οι ελληνικές εταιρείες, γεγονός που είναι ενδεικτικό των δομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα. Οι εταιρείες της Ιαπωνίας και της Βόρειας Ευρώπης εν γένει έχουν καλή διαχείριση, χωρίς όμως να φτάνουν στα επίπεδα των ΗΠΑ.
Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι σε κάθε χώρα οι επιδόσεις παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις. Λόγου χάρη, παρότι στις ΗΠΑ λειτουργούν πολλές επιχειρήσεις που διαπρέπουν σε παγκόσμιο επίπεδο, ακόμα και στις χώρες με τις υψηλότερες επιδόσεις δεν απουσιάζουν οι περιπτώσεις κακής διαχείρισης. Συνήθως πρόκειται για οικογενειακές επιχειρήσεις που κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά, ή που δραστηριοποιούνται σε λιγότερο ανταγωνιστικούς κλάδους. Είναι ανησυχητικό ότι περίπου το 15% των αμερικανικών εταιρειών έχουν χειρότερη διαχείριση από τη μέση κινεζική ή ινδική εταιρεία.
Επομένως, εφόσον η διαχείριση έχει τόση σημασία, γιατί τόσο πολλές εταιρείες διοικούνται ανεπαρκώς; Ένας βασικός παράγοντας είναι οι δεξιότητες. Οι καλύτερα διοικούμενες εταιρείες απασχολούν πιο μορφωμένους διευθυντές και εργαζόμενους. Αυτό είναι εύλογο, καθώς για την εφαρμογή των βέλτιστων πρακτικών απαιτούνται καταρτισμένα στελέχη και εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό.
Ένας ανώτερος ακαδημαϊκός τίτλος διοίκησης επιχειρήσεων και ειδικά ένα MBA έχει ακόμη μεγαλύτερη επίδραση. Εάν χωρίσουμε όλες τις εταιρείες σε τρεις κατηγορίες βάσει του ποσοστού των διευθυντών που έχουν εκπαίδευση επιπέδου MBA, θα διαπιστώσουμε ότι οι εταιρείες που το ποσοστό των διευθυντών τους-κάτοχων MBA είναι 10% ή μεγαλύτερο, βρίσκονται περίπου μισή μονάδα διαχείρισης ψηλότερα στην κλίμακά μας, σε σχέση με τις εταιρείες που οι διευθυντές τους δεν έχουν MBA. Για να γίνει αυτό πιο κατανοητό, αναφέρεται ενδεικτικά ότι το χάσμα στις δεξιότητες αντιστοιχεί περίπου στη διαφορά μεταξύ Ιαπωνίας και Βραζιλίας. Η αναλογία αυτή δεν αλλοιώνεται ακόμη και αν γίνει έλεγχος βάσει χαρακτηριστικών όπως είναι η χώρα μιας εταιρείας ή το μέγεθός της.
Γιατί η εκπαίδευση έχει τόσο μεγάλη σχέση με την καλύτερη διαχείριση; Ένας λόγος θα μπορούσε να είναι η επιλογή: παραδείγματος χάρη, οι απόφοιτοι MBA είναι πολύ καλύτεροι στο να διαλέγουν καλά διοικούμενες επιχειρήσεις για να εργαστούν. Ωστόσο, πιστεύουμε επίσης ότι ένα πρόγραμμα σπουδών MBA δίνει έμφαση στις ίδιες πρακτικές διαχείρισης που μετρήσαμε ότι σχετίζονται με τις εταιρικές επιδόσεις. Οι πρακτικές αυτές περιλαμβάνουν τα εξής:
• Στενή παρακολούθηση. Οι κορυφαίες εταιρείες παρακολουθούν αδιαλείπτως τη συνολική διαδικασία παραγωγής. Παρότι οι περισσότερες αμερικανικές επιχειρήσεις κατανοούν και καταγράφουν τους βασικούς δείκτες απόδοσης, οι καλύτερες ανάμεσά τους συλλέγουν, επεξεργάζονται και αξιολογούν διαρκώς τα δεδομένα αυτά, ενώ τα προηγμένα τους συστήματα διασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι αναζητούν συνεχώς τρόπους βελτίωσης της απόδοσης, ώστε να είναι πάντα μπροστά από τον ανταγωνισμό. Οι φοιτητές MBA κατά κανόνα διδάσκονται στατιστική και ανάλυση δεδομένων, απαραίτητα γνωστικά πεδία για την αποτελεσματική παρακολούθηση.
• Απαιτητικοί στόχοι. Οι εταιρείες που εφαρμόζουν βέλτιστες πρακτικές θέτουν βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους για κάθε στάδιο της διαδικασίας, οι οποίοι συνδέονται με οικονομικούς και μη οικονομικούς δείκτες. Οι στόχοι αυτοί είναι απαιτητικοί αλλά δίκαιοι και η ανάπτυξή τους απαιτεί χρόνο και κόπο. Τα προγράμματα MBA συνήθως προσφέρουν μαθήματα οικονομικών, τα οποία εξετάζουν τις σχέσεις μεταξύ επιχειρησιακών εννοιών, όπως η παραγωγή, και χρηματοοικονομικών εννοιών, όπως τα ακαθάριστα κέρδη, τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα.
• Κίνητρα και ανταμοιβές. Οι κορυφαίες εταιρείες αναγνωρίζουν την προσφορά των καλύτερων εργαζομένων τους και τους ανταμείβουν με μια σειρά μπόνους, προαγωγών και άλλων κινήτρων, καθώς αντιλαμβάνονται ότι το ανθρώπινο κεφάλαιο είναι εξίσου σημαντικό με το υλικό. Οι εργαζόμενοι που έχουν ανεπαρκείς επιδόσεις εντοπίζονται άμεσα και εκπαιδεύονται, ενώ αν η βελτίωσή τους δεν αποδειχτεί ικανοποιητική τότε απομακρύνονται από την εταιρεία. Τα προγράμματα MBA κατά κανόνα διδάσκουν μαθήματα διαχείρισης ανθρωπίνων πόρων, δίνοντας έμφαση στη σημασία των προαγωγών που στηρίζονται στην προσωπική αξία. Οι μάνατζερς που έχουν εκπαίδευση MBA γνωρίζουν ότι η αξιοκρατία κινητοποιεί τους εργαζόμενους να δουλέψουν σκληρά για να ξεπεράσουν τις επιδόσεις τους.
Εάν συγκρίνουμε το πλήρες πλαίσιο των πρακτικών διαχείρισης με το πρόγραμμα σπουδών ενός τυπικού MBA, οι ομοιότητες είναι ξεκάθαρες και εκτεταμένες.
Ποια συμπεράσματα μπορούν να εξάγουν οι εταιρείες που επιθυμούν να «ξεκολλήσουν» από τις χαμηλές θέσεις της κατάταξης; Η εκτεταμένη βελτίωση των εκπαιδευτικών προτύπων θα διαδραματίσει πολύ σημαντικό ρόλο. Οι καλύτερα διοικούμενες εταιρείες έχουν ανάγκη από εργαζόμενους με πιο ανεπτυγμένες δεξιότητες, τις οποίες θα πρέπει να αξιοποιούν περισσότερο.
Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι μια καλά διοικούμενη εταιρεία χρειάζεται μάνατζερς με MBA για να διαπρέψει. Πολλές επιχειρήσεις που σημείωσαν υψηλή βαθμολογία στην αξιολόγησή μας τα κατάφεραν και χωρίς αυτό. Και βέβαια ας μην ξεχνάμε την περίπτωση της Enron, όπου η σωρεία των MBA που είχαν συρρεύσει στην εταιρεία δεν την ωφέλησαν ιδιαίτερα.
Αυτό που διαπιστώσαμε είναι ότι, ανεξαρτήτως χώρας και επιχειρηματικού κλάδου, οι εταιρείες που συγκεντρώνουν περισσότερους κατόχους MBA τείνουν να έχουν καλύτερη διαχείριση και υψηλότερες οικονομικές επιδόσεις. Παρόλο που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε τη σχέση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος, αποτελεί πεποίθησή μας ότι η συσχέτιση αυτή εν μέρει πηγάζει από τις βασικές αριθμητικές, χρηματοοικονομικές και ανθρώπινες δεξιότητες που διδάσκονται στα μεταπτυχιακά προγράμματα MBA.
Η Rebecca Homkes είναι διευθύντρια του Management Project και ερευνήτρια του Κέντρου Οικονομικών Επιδόσεων του London School of Economics.