Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

"Οι αδυναμίες του ενεργειακού κλάδου κοστίζουν στην εθνική οικονομία".

Για τη μελέτη του ΙΟΒΕ με αντικείμενο τις μακροχρόνιες ενεργειακές προοπτικές της Ελλάδας και τις προκλήσεις για τον ελληνικό ενεργειακό κλάδο με ορίζοντα το 2050, μίλησε ο κ.  Ι. Δεσύπρης, Διευθυντής Ρυθμιστικών Θεμάτων του Ομίλου Μυτιληναίος που ανέλαβε τη χορηγία και Πρόεδρος ΙΕΝΕ, στο πλαίσιο της παρουσίασης της μελέτης.

Ο κ. Δεσύπτης επεσήμανε πως είναι η πρώτη φορά που κατατίθεται μία ενεργειακή μελέτη βασισμένη στις υποχρεώσεις, αλλά και τους στόχους της κλιματικής αλλαγής, η οποία ευθυγραμμίζεται με τα ευρωπαϊκά πρότυπα και με προδιαγραφές που αναγνωρίζονται από τους άλλους εταίρους μας. Με αυτή την έννοια αποτελεί μία σύγχρονη προσέγγιση διερεύνησης, έστω και σεναριακά, του ενεργειακού μας μέλλοντος.


Η μελέτη τεκμηριώνει και επιστημονικά αδυναμίες όπως: α) Αργή ανάπτυξη των ΑΠΕ και μεγάλη έλλειψη διασυνδετικών δικτύων, β) Στρεβλώσεις στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, έλλειψη κοστοστρέφειας των τιμών, έλλειψη διμερών συμβάσεων, συνεχής λειτουργία παλαιών ρυπογόνων μονάδων, επιμονή σταυροειδών επιδοτήσεων, χρόνιες αγκυλώσεις. γ) Καθυστερήσεις στην ενσωμάτωση καινοτόμων τεχνολογιών έξυπνων δικτύων, βιομάζας και βιοκαυσίμων, μεγάλης κλίμακας μονάδων συμπαραγωγής υψηλής απόδοσης και αιολικών. Οι αδυναμίες αυτές έχουν πραγματικό κόστος στον καθένα από εμάς ως καταναλωτές, στην παραγωγική βιομηχανία και ιδιαίτερα την εξαγωγική που καλείται να ανταγωνιστεί ίδια προϊόντα που παράγονται αλλού στην ευρωζώνη, στους επενδυτές παραγωγούς ενέργειας είτε θερμικών είτε ανανεώσιμων. Οι αδυναμίες κοστίζουν εν τέλει στην εθνική οικονομία, σύμφωνα με τον κ. Δεσύπρη. Ο ίδιος πρόσθεσε:

"Όλοι οι εμπλεκόμενοι στην ενεργειακή αγορά ευελπιστούμε στην οικονομική και διοικητική αυτονομία του Ρυθμιστή. Αυτό θα συμβάλλει σημαντικά στη σταθεροποίηση του πλαισίου των αναγκαίων επενδύσεων. Το μήνυμα που καλείται να δώσει η πολιτική ηγεσία μέσα από την οικονομική και διοικητική αυτονομία του Ρυθμιστή αποτελεί ένα ισχυρότατο μήνυμα προς τους ξένους επενδυτές, ότι δεν υπάρχουν ρυθμιστικοί κίνδυνοι στην Ελλάδα.

Εμείς, στον Όμιλο Μυτιληναίος Α.Ε. είμαστε ευτυχείς διότι μας δόθηκε η ευκαιρία να συμβάλουμε μέσω αυτής της χορηγίας στη διαμόρφωση ενός Road Map, του αναγκαίου ενεργειακού οδικού χάρτη προς τη μείωση των εκπομπών του διοξειδίου, ο οποίος προσφέρει τεκμηριωμένα κοστολογικά σενάρια και προτάσεις πολιτικής εφαρμογής, τα δε συμπεράσματα θα είναι χρήσιμα στην πολιτική ηγεσία, στον Ρυθμιστή αλλά και σε όλη την ενεργειακή βιομηχανία".

Ο Αντιπρόεδρος του ΙΟΒΕ κ. Μωυσής στην ομιλία του τόνισε τη σπουδαιότητα του ενεργειακού τομέα για την ανάπτυξη της χώρας και την ανάγκη χάραξης Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής. «Ωστόσο στην παρούσα συγκυρία», τόνισε ο κ. Μωυσής, «υπέρτατος στόχος θα πρέπει να είναι  η αποτροπή της χρεοκοπίας μπροστά στο ενδεχόμενο της οποίας όλοι οι άλλοι στόχοι, περιβαλλοντολογικοί, συμβατικοί ή πολιτικοί, πρέπει να θεωρηθούν δευτερεύοντες». «Η προοπτική της Ελληνικής Οικονομίας έχει γίνει το μεγάλο αίνιγμα για τους πολιτικούς και οικονομικούς αναλυτές  όλης της γης οι δε προβλέψεις καλύπτουν όλο το φάσμα, από τη βαθιά και παρατεταμένη ύφεση μέχρι την αλματώδη ανάπτυξη. Την πρώτη άποψη φαίνεται να συμμερίζονται κυρίως οι Διεθνείς Οίκοι Αξιολόγησης Οικονομικών Κινδύνων ενώ την δεύτερη  υποστηρίζουν με λόγους και έργα τα επίσημα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Είναι γνωστό ότι τη δεύτερη και πιστεύω πιο φωτισμένη άποψη, υποστηρίζει και τεκμηριώνει με τις μελέτες του το Ίδρυμά μας», υπογράμμισε ο Αντιπρόεδρος του ΙΟΒΕ.

Παρουσιάζοντας τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης ο καθηγητής του ΕΜΠ, Παντελής Κάπρος τόνισε ότι «ο ενεργειακός τομέας της Ελλάδας, όπως και της ΕΕ, βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση για να μετασχηματιστεί σε ένα σύστημα πολύ πιο αποδοτικό ενεργειακά και με δραστικά μειωμένες εκπομπές CO2». Επισήμανε επίσης ότι «βασικές ενεργειακές επιλογές του παρελθόντος, όπως η διατήρηση του λιγνίτη ως στρατηγικού καυσίμου, τα επίπεδα τιμών ενέργειας που δεν αντανακλούν το κόστος, οι μικρές δαπάνες επένδυσης σε ενεργειακό εξοπλισμό και κτήρια, η κυριαρχία του πετρελαίου στον τομέα των μεταφορών και το απόλυτα συγκεντρωτικό σύστημα ηλεκτροπαραγωγής, θα πρέπει να αλλάξουν». Στη συνέχεια σκιαγράφησε τις νέες επιλογές και πρακτικές που θα πρέπει να χαρακτηρίζουν την ενεργειακή στρατηγική. Αυτές περιλαμβάνουν:

- Την ανάπτυξη των ΑΠΕ σε μεγάλη κλίμακα, την ανάπτυξη υποδομών και την αξιοποίηση του φυσικού αερίου για την εξισορρόπηση φορτίου,
- Τιμές που ανακτούν το πλήρες κόστος, καθώς και το κόστος αποφυγής των εκπομπών,
- Υψηλές δαπάνες επένδυσης σε εξοικονόμηση ενέργειας και σε πιο αποδοτικό ενεργειακό εξοπλισμό (και μικρότερες λειτουργικές δαπάνες),
- Εξηλεκτρισμό των μεταφορών και επέκταση της χρήσης βιοκαυσίμων,
- Ανάπτυξη αποκεντρωμένης ηλεκτροπαραγωγής με έξυπνα δίκτυα και μετρητές.

Σύμφωνα με τον κ. Κάπρο, η πρόκληση συνίσταται τελικά στο πώς θα αυξηθούν σημαντικά οι επενδύσεις σε όλους τους τομείς, καθώς εκτιμάται ότι θα απαιτηθούν 200 δισ. Ευρώ επενδύσεων μέχρι το 2050 επιπλέον αυτών του σεναρίου αναφοράς. Στο πλαίσιο αυτό περιέγραψε τις παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν προκειμένου να προσελκυστούν νέες επενδύσεις και τους τομείς στους οποίους θα πρέπει να κατευθυνθούν οι επενδύσεις αυτές.
Βασικά συμπεράσματα
Τα κύρια συμπεράσματα της μελέτης έχουν ως εξής:
-       Η τρέχουσα πολιτική, η οποία αποτυπώνεται στο Σενάριο Αναφοράς της μελέτης, επιφέρει σημαντικές αλλαγές μέχρι το 2020, ενισχύοντας τις ΑΠΕ και προωθώντας την εξοικονόμηση ενέργειας.
-       Το μερίδιο των ΑΠΕ στην Ηλεκτροπαραγωγή πλησιάζει το 40% το 2020, ενώ το μερίδιο του λιγνίτη περιορίζεται στο 1/3 το 2020 και στο 10% το 2040, έναντι 60% το 2005.
-       Θα απαιτηθούν σημαντικές επενδύσεις σε υποδομές δικτύων και σε υποδομές εξισορρόπησης φορτίου στην ηλεκτροπαραγωγή.
-       Παρά την εντυπωσιακή πρόοδο μέχρι το 2020 σχετικά με τις εκπομπές, η τρέχουσα πολιτική δεν επαρκεί για να οδηγηθεί το σύστημα στο απαιτούμενο επίπεδο χαμηλών εκπομπών μετά το 2020.
-       Οι τιμές και το κόστος της ενέργειας αυξάνονται σημαντικά, συγκριτικά με τα σημερινά επίπεδα, κυρίως λόγω των πληρωμών αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών από το ETS αλλά και λόγω του επιπλέον κόστους των αλλαγών.
-       Η ηλεκτρική ενέργεια θα διαδραματίσει κομβικό ρόλο στη μετάβαση προς οικονομία χαμηλών εκπομπών και πρέπει να απαλλαγεί από εκπομπές ώστε να υποκαταστήσει ορυκτά καύσιμα σε όλους τους τομείς της ζήτησης ενέργειας.
-       Η μέγιστη δυνατή ανάπτυξη των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή είναι τεχνικά εφικτή, και μάλιστα με συμμετοχή στοχαστικών ΑΠΕ άνω του 60%. Θα απαιτηθούν συστήματα αποθήκευσης και μονάδες επικουρικών υπηρεσιών. Πρόκειται για πρωτοφανή τεχνική πρόκληση που πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω.
-       Η ηλεκτροπαραγωγή χωρίς εκπομπές αλλά με ελεγχόμενη λειτουργία και παραγωγή φορτίου βάσης θα είναι ευεργετική για το σύστημα, για το κόστος, για την ενεργοβόρο βιομηχανία αλλά και για τις εξηλεκτρισμένες μεταφορές.
-       Η τεχνολογία CCS παρέχει τα οφέλη αυτά και επιτρέπει τη συνέχιση της εκμετάλλευσης των λιγνιτών, εφόσον όμως λυθεί το πρόβλημα της γεωλογικής αποθήκευσης (ή εξαγωγής σε άλλες χώρες) του CO2. Η τεχνολογία CCS πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω με προοπτική εφαρμογών μετά το 2025.
-       Η πυρηνική τεχνολογία θα είναι ιδιαίτερα ακριβή για τα ελληνικά δεδομένα, η τυχόν ανάπτυξή της προσδιορίζεται για την περίοδο μετά το 2030 και τα οφέλη είναι πολύ μικρά, τόσο για το κόστος όσο και για τη μείωση των εκπομπών.
-       Η πορεία προς μεγιστοποίηση της ανάπτυξης ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή είναι επομένως ενδεδειγμένη. Εάν η τεχνολογία CCS επιτύχει, τότε το μελλοντικό σύστημα κυρίως με ΑΠΕ και συνεισφορά του CCS είναι απολύτως βέλτιστο.
-       Το φυσικό αέριο είναι το στρατηγικό καύσιμο της μεσοχρόνιας προοπτικής για την ηλεκτροπαραγωγή, γιατί εξισορροπεί την παραγωγή από ΑΠΕ και έχει χαμηλές εκπομπές ανά παραγόμενη kWh.
-       Η αγορά φυσικού αερίου πρέπει να διασφαλίσει απρόσκοπτη παροχή σε ανταγωνιστικές τιμές καθώς και ευελιξία. Η ανάπτυξη μέσω σταθμών υγροποιημένου αερίου προσφέρεται για το σκοπό αυτό.
-       Η ανάλυση κατέδειξε ότι η μετεξέλιξη του ενεργειακού συστήματος προς την οικονομία χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου θα χρειασθεί μεγάλης έκτασης επενδύσεις σε όλους τους τομείς της ζήτησης ενέργειας, στην ηλεκτροπαραγωγή και στις δικτυακές υποδομές.
-       Παρά τη μείωση του λειτουργικού κόστους, οι δαπάνες εκ μέρους των καταναλωτών για τις ενεργειακές υπηρεσίες θα αυξηθούν εφόσον η εξυπηρέτηση κεφαλαίου συνυπολογισθεί στο κόστος. Επιπλέον οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξηθούν σημαντικά από τα σημερινά επίπεδα, κυρίως μέχρι το 2020 στο πλαίσιο της εφαρμογής του μηχανισμού ETS αλλά και μακροχρόνια με βραδύτερους ρυθμούς.
-       Το επιπλέον κόστος των ενεργειακών υπηρεσιών αντιστοιχεί σε δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες που σε σημαντικό ποσοστό θα παράγονται εγχωρίως και έτσι θα αποτελέσουν παράγοντα ανάπτυξης της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης. Η μετάβαση προς μία οικονομία χαμηλών εκπομπών μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία νέας ανάπτυξης.
-       Δεν θα έχουν όλες οι κοινωνικές ομάδες (και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις) τη δυνατότητα πληρωμών για κεφαλαιουχικές δαπάνες και για ακριβότερη ενέργεια. Ο κίνδυνος «ενεργειακής φτώχειας» θα είναι πιο αυξημένος στο πλαίσιο της πορείας προς την οικονομία χαμηλών εκπομπών.
-       Είναι επομένως αναγκαίο να εφαρμοσθούν σε μεγαλύτερη κλίμακα μηχανισμοί καθολικής υπηρεσίας και παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, καθώς και ενισχύσεις για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.


Πηγή:www.capital.gr