Από τον Ben Steverman
Στην περίπτωση των διεθνών μετοχικών funds, πολλοί επενδυτές κυριολεκτικά δεν ξέρουν πού βρίσκονται οι επενδύσεις τους.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε η Sarah Ketterer, διαχειρίστρια επενδύσεων χαρτοφυλακίου και CEO τηςCauseway Capital Management, μετά από αναλύσεις βασικών διεθνών χρηματιστηριακών δεικτών. Σύμφωνα με την Ketterer, «Πιστεύουμε ότι από γεωγραφική σκοπιά, κανένα fund δεν είναι αυτό που δηλώνει ότι είναι».
Ένας δείκτης ή ένα αμοιβαίο κεφάλαιο μπορεί θεωρητικά να αφορά μια δεδομένη γεωγραφική περιοχή: τις αναδυόμενες αγορές, την Ασία πλην Ιαπωνίας, τις ανεπτυγμένες αγορές και ούτω καθεξής. Ωστόσο, η γεωγραφική κατανομή των μεριδίων που δίνει ένα mutual fund στους επενδυτές βασίζεται στον τόπο που μια εταιρεία έχει την έδρα της και όχι στις χώρες απ’ όπου προέρχονται τα έσοδά της.
“O τόπος που βρίσκεται το χρηματιστήριο στο οποίο είναι εισηγμένη μια εταιρεία δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με τον τόπο που βρίσκονται τα οικονομικά ρίσκα [της εταιρείας αυτής]», λέει η Ketterer, η εταιρεία της οποίας διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία αξίας 12,2 δισ. δολαρίων. Ένα ακραίο παράδειγμα είναι αυτό της British American Tobacco. Παρά το όνομά της, καθώς και το γεγονός ότι έχει την έδρα της στο Λονδίνο, τους πρώτους εννέα μήνες του 2010 η αξίας 48,5 δισ. λιρών (78 δισ. δολαρίων) εταιρεία πούλησε στη Δυτική Ευρώπη μόλις το 17 τοις εκατό των προϊόντων της. Η μεγαλύτερη πηγή ανάπτυξής της είναι οι αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας.
Εντούτοις, η British American Tobacco συμμετέχει σε 200 χρηματιστηριακούς δείκτες που σχεδόν όλοι δεν περιλαμβάνουν την Ασία και τις αναδυόμενες αγορές, αλλά εστιάζουν στο Η.Β., την Ευρώπη ή τις ανεπτυγμένες αγορές.
Μια δημοφιλής επιλογή mutual funds είναι αυτά που βασίζονται στο δείκτη MSCI EAFE, ο οποίος περιλαμβάνει μόνο μετοχές ανεπτυγμένων αγορών εκτός της αμερικανικής ηπείρου. Η Causeway εκτιμά ότι το 17 τοις εκατό των πωλήσεων των εταιρειών που συνθέτουν το δείκτη προέρχεται από τη Βόρεια Αμερική, ενώ σχεδόν άλλο ένα 10 τοις εκατό προέρχεται από τις αναδυόμενες αγορές. Με άλλα λόγια, πάνω από το ένα τέταρτο της έκθεσης του δείκτη βρίσκεται εκτός του γεωγραφικού του επίκεντρου.
«Όσο πιο πολυεθνική είναι μια εταιρεία, τόσο πιο πολύ προκαλείται σύγχυση στους επενδυτές», σύμφωνα με την Ketterer, η οποία εκτιμά ότι οι γεωγραφικές παράμετροι θα γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτες, καθώς οι εταιρείες συνεχίζουν να επωφελούνται από τη μεγάλη αύξηση των πωλήσεών τους σε αναδυόμενες οικονομίες όπως η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία, ενώ η οικονομική τους ανάπτυξη στις ώριμες αγορές της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής παραμένει χαμηλή.
Κανείς βέβαια δεν απορρίπτει την έκθεση σε διεθνείς αγορές. Αντιθέτως, πολλές εταιρείες ανεπτυγμένων αγορών –και φυσικά οι μέτοχοί τους– επωφελούνται από την έκθεση στις αναδυόμενες αγορές. Ωστόσο, αυτό δυσκολεύει το έργο των επενδυτών και των χρηματοοικονομικών συμβούλων που στοχεύουν στην προσεκτική διασπορά του επενδυτικού κινδύνου σε παγκόσμια εμβέλεια. Εκτός αυτού, τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο επειδή δεν υπάρχει κάποιος τυποποιημένος τρόπος αναφοράς των διεθνών πωλήσεων των εταιρειών. Μάλιστα, ορισμένες εταιρείες δεν δέχονται να δώσουν καθόλου στοιχεία.
Ο Howard Silverblatt, αναλυτής δεικτών της Standard & Poor’s, συντάσσει μια ετήσια εκτίμηση της έκθεσης εκτός ΗΠΑ του δείκτη S&P 500, στον οποίο συμμετέχουν αποκλειστικά αμερικανικές εταιρείες. Τον προηγούμενο χρόνο ο Silverblatt διαπίστωσε ότι το 46,6 τοις εκατό των πωλήσεων του S&P 500 για το 2009 δεν προερχόταν από τις ΗΠΑ. Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι τα στοιχεία αυτά αφορούν τις μισές μόνο επιχειρήσεις του δείκτη, οι οποίες δημοσιοποιούν σχετικά στοιχεία.
Στους σημαντικότερους δείκτες, η γεωγραφική ανάλυση βάσει εσόδων δεν είναι κάτι που προσδιορίζεται εύκολα. Ωστόσο, η ανάλυση αυτού του είδους δεν υφίσταται καθόλου για το σύνολο σχεδόν των χιλιάδων mutual funds ή των διαπραγματεύσιμων στο χρηματιστήριο funds που προωθούνται στους επενδυτές. (Η Causeway διεξήγαγε μια παρόμοια ανάλυση και στα δικά της funds Causeway Global Value και Causeway International Value, το συμπέρασμα της οποίας ήταν ότι και τα δύο funds των ανεπτυγμένων αγορών είχαν μια έκθεση της τάξης του 10,7 τοις εκατό στις πωλήσεις των αναδυόμενων αγορών.
Το τοπίο θα αργήσει να ξεκαθαρίσει, αλλά η Ketterer εκτιμά ότι οι επενδυτές θα μπορούσαν να πιέσουν τις εταιρείες για περισσότερη διαφάνεια ως προς τα παρεχόμενα στοιχεία και τη γεωγραφική ανάλυση των μεριδίων των funds. «Σε μια δεκαετία αυτό θα είναι πραγματικότητα», σύμφωνα με την Ketterer.
Ο Ben Steverman αρθρογραφεί στο Investing Insights, το χρηματοοικονομικό blog του BusinessWeek.
Στην περίπτωση των διεθνών μετοχικών funds, πολλοί επενδυτές κυριολεκτικά δεν ξέρουν πού βρίσκονται οι επενδύσεις τους.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε η Sarah Ketterer, διαχειρίστρια επενδύσεων χαρτοφυλακίου και CEO τηςCauseway Capital Management, μετά από αναλύσεις βασικών διεθνών χρηματιστηριακών δεικτών. Σύμφωνα με την Ketterer, «Πιστεύουμε ότι από γεωγραφική σκοπιά, κανένα fund δεν είναι αυτό που δηλώνει ότι είναι».
Ένας δείκτης ή ένα αμοιβαίο κεφάλαιο μπορεί θεωρητικά να αφορά μια δεδομένη γεωγραφική περιοχή: τις αναδυόμενες αγορές, την Ασία πλην Ιαπωνίας, τις ανεπτυγμένες αγορές και ούτω καθεξής. Ωστόσο, η γεωγραφική κατανομή των μεριδίων που δίνει ένα mutual fund στους επενδυτές βασίζεται στον τόπο που μια εταιρεία έχει την έδρα της και όχι στις χώρες απ’ όπου προέρχονται τα έσοδά της.
“O τόπος που βρίσκεται το χρηματιστήριο στο οποίο είναι εισηγμένη μια εταιρεία δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με τον τόπο που βρίσκονται τα οικονομικά ρίσκα [της εταιρείας αυτής]», λέει η Ketterer, η εταιρεία της οποίας διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία αξίας 12,2 δισ. δολαρίων. Ένα ακραίο παράδειγμα είναι αυτό της British American Tobacco. Παρά το όνομά της, καθώς και το γεγονός ότι έχει την έδρα της στο Λονδίνο, τους πρώτους εννέα μήνες του 2010 η αξίας 48,5 δισ. λιρών (78 δισ. δολαρίων) εταιρεία πούλησε στη Δυτική Ευρώπη μόλις το 17 τοις εκατό των προϊόντων της. Η μεγαλύτερη πηγή ανάπτυξής της είναι οι αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας.
Εντούτοις, η British American Tobacco συμμετέχει σε 200 χρηματιστηριακούς δείκτες που σχεδόν όλοι δεν περιλαμβάνουν την Ασία και τις αναδυόμενες αγορές, αλλά εστιάζουν στο Η.Β., την Ευρώπη ή τις ανεπτυγμένες αγορές.
Μια δημοφιλής επιλογή mutual funds είναι αυτά που βασίζονται στο δείκτη MSCI EAFE, ο οποίος περιλαμβάνει μόνο μετοχές ανεπτυγμένων αγορών εκτός της αμερικανικής ηπείρου. Η Causeway εκτιμά ότι το 17 τοις εκατό των πωλήσεων των εταιρειών που συνθέτουν το δείκτη προέρχεται από τη Βόρεια Αμερική, ενώ σχεδόν άλλο ένα 10 τοις εκατό προέρχεται από τις αναδυόμενες αγορές. Με άλλα λόγια, πάνω από το ένα τέταρτο της έκθεσης του δείκτη βρίσκεται εκτός του γεωγραφικού του επίκεντρου.
«Όσο πιο πολυεθνική είναι μια εταιρεία, τόσο πιο πολύ προκαλείται σύγχυση στους επενδυτές», σύμφωνα με την Ketterer, η οποία εκτιμά ότι οι γεωγραφικές παράμετροι θα γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτες, καθώς οι εταιρείες συνεχίζουν να επωφελούνται από τη μεγάλη αύξηση των πωλήσεών τους σε αναδυόμενες οικονομίες όπως η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία, ενώ η οικονομική τους ανάπτυξη στις ώριμες αγορές της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής παραμένει χαμηλή.
Κανείς βέβαια δεν απορρίπτει την έκθεση σε διεθνείς αγορές. Αντιθέτως, πολλές εταιρείες ανεπτυγμένων αγορών –και φυσικά οι μέτοχοί τους– επωφελούνται από την έκθεση στις αναδυόμενες αγορές. Ωστόσο, αυτό δυσκολεύει το έργο των επενδυτών και των χρηματοοικονομικών συμβούλων που στοχεύουν στην προσεκτική διασπορά του επενδυτικού κινδύνου σε παγκόσμια εμβέλεια. Εκτός αυτού, τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο επειδή δεν υπάρχει κάποιος τυποποιημένος τρόπος αναφοράς των διεθνών πωλήσεων των εταιρειών. Μάλιστα, ορισμένες εταιρείες δεν δέχονται να δώσουν καθόλου στοιχεία.
Ο Howard Silverblatt, αναλυτής δεικτών της Standard & Poor’s, συντάσσει μια ετήσια εκτίμηση της έκθεσης εκτός ΗΠΑ του δείκτη S&P 500, στον οποίο συμμετέχουν αποκλειστικά αμερικανικές εταιρείες. Τον προηγούμενο χρόνο ο Silverblatt διαπίστωσε ότι το 46,6 τοις εκατό των πωλήσεων του S&P 500 για το 2009 δεν προερχόταν από τις ΗΠΑ. Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι τα στοιχεία αυτά αφορούν τις μισές μόνο επιχειρήσεις του δείκτη, οι οποίες δημοσιοποιούν σχετικά στοιχεία.
Στους σημαντικότερους δείκτες, η γεωγραφική ανάλυση βάσει εσόδων δεν είναι κάτι που προσδιορίζεται εύκολα. Ωστόσο, η ανάλυση αυτού του είδους δεν υφίσταται καθόλου για το σύνολο σχεδόν των χιλιάδων mutual funds ή των διαπραγματεύσιμων στο χρηματιστήριο funds που προωθούνται στους επενδυτές. (Η Causeway διεξήγαγε μια παρόμοια ανάλυση και στα δικά της funds Causeway Global Value και Causeway International Value, το συμπέρασμα της οποίας ήταν ότι και τα δύο funds των ανεπτυγμένων αγορών είχαν μια έκθεση της τάξης του 10,7 τοις εκατό στις πωλήσεις των αναδυόμενων αγορών.
Το τοπίο θα αργήσει να ξεκαθαρίσει, αλλά η Ketterer εκτιμά ότι οι επενδυτές θα μπορούσαν να πιέσουν τις εταιρείες για περισσότερη διαφάνεια ως προς τα παρεχόμενα στοιχεία και τη γεωγραφική ανάλυση των μεριδίων των funds. «Σε μια δεκαετία αυτό θα είναι πραγματικότητα», σύμφωνα με την Ketterer.
Ο Ben Steverman αρθρογραφεί στο Investing Insights, το χρηματοοικονομικό blog του BusinessWeek.