Υπήρξε διαμάχη αυτή την εβδομάδα σχετικά με την αξιέπαινη απόφαση περισσότερων από εβδομήντα φοιτητων του Economics 10 να αποχωρήσουν απο το μάθημα του Gregory Mankiw, προκειμένου να επιστήσουν την προσοχή στις νεοφιλελεύθερες κλίσεις του μαθήματος και να συμμετάσχουν στη διαμαρτυρία του Occupy Wall Street για την ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης και το συντριπτικό βάρος των φοιτητικών χρεών. Όπως θα αναμενόταν, ακολούθησε μια σειρά απο σχόλια, μερικά από τα οποία ήταν ιδιαίτερα αντιδραστικά και καυστικά.
Σύμφωνα με τον Aditi Ghai, γραμματέα του Harvard Republican Club “το μάθημα αφορά την καθαρή οικονομική αποτελεσματικότητα. Η ιδεολογία μπαίνει στο παιχνίδι όταν καθορίζουμε το πως θα εξισσοροπήσουμε την αποτελεσματικότητα με την κοινωνική δικαιοσύνη". Η κριτική ανάλυση του Jeremy Patashnik στο Harvard Political Review είναι πιο προσεκτική, όμως καταλήγει εσφαλμένα στο συμπέρασμα οτι το μάθημα του Mankiw διδάσκει τους φοιτητές πως να διαχωρίσουν τα θετικά ερωτήματα από τα κανονιστικά.
Το σκεπτικό πίσω από τις ανωτέρω παρατηρήσεις έχει τις ρίζες του στη mainstream / νεοκλασική θεωρία που κυριαρχεί στα σημερινά οικονομικά πανεπιστημιακά τμήματα. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι αυτή η ορθοδοξία διδάσκεται στους φοιτητές οικονομικών όχι ως μία από τις πολλές ανταγωνιστικές θεωρίες, αλλά ως η μόνη θεωρία, μια θετική επιστήμη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να «διατυπώσει θεωρίες με μαθηματική ακρίβεια, να συλλεξει τεράστια σύνολα δεδομένων για τη μεμονωμένη και συνολική συμπεριφορά, και να εκμεταλλευτεί τις πιο εξελιγμένες στατιστικές τεχνικές για την επίτευξη εμπειρικών κρίσεων που θα είναι απαλλαγμένες από προκαταλήψεις και ιδεολογίες ... » (Gregory Mankiw, “The Macroeconomist as Scientist and Engineer” ). Οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι, πέρα από τις βασικές διαφορές τους (όπως το αν ανήκουν στη νεοκλασική ή στη νεο-κευνσιανή σχολή, όπως και ο Mankiw), τείνουν να συμμερίζονται αυτή την άποψη. Ενώ είναι αλήθεια ότι αυτός ο τρόπος σκέψης για την οικονομία μας έχει προσφέρει πολλά εμπειρικά χρήσιμα στατιστικά και οικονομετρικά μοντέλα, αυτα τα εκλεπτυσμένα και κομψά μαθηματικά μοντέλα δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τις εσφαλμένες βασικές υποθέσεις. Στο δοκίμιο του στο Monthly Review "Γιατί Σοσιαλισμός;" ο Albert Einstein εξέφρασε τον σκεπτικισμό του όσον αφορά τέτοιες υποθέσεις, δεδομένου ότι αντιστοιχούσαν στη ληστρική φάση της ανθρώπινης ανάπτυξης, κι οχι στο δημοκρατικό σοσιαλισμό: «θα πρέπει να είμαστε σε επιφυλακή, να μην υπερεκτιμούμε την [οικονομική] επιστήμη και την επιστημονική γνώση, όταν πρόκειται για ανθρώπινα προβλήματα. Και δεν θα πρέπει να υποθέτουμε ότι οι ειδικοί είναι οι μόνοι που έχουν δικαίωμα να εκφράζουν τις απόψεις τους σχετικά με ζητήματα που επηρεάζουν την οργάνωση της κοινωνίας».
Δεδομένου ότι μια ενδελεχής κριτική αυτών των υποθέσεων δεν είναι δυνατόν να επιχειρηθεί εδώ, αρκεί να πούμε ότι η εννοιολογική οργάνωση των νεοκλασικών οικονομικών επιχειρείται να κατασκευαστει έτσι ώστε να ξεπεράσει κάθε συγκεκριμένο σύνολο κοινωνικών/ταξικων σχέσεων, να είναι «αντικειμενική» και διαχρονική. Αδυνατεί συνεπώς να κατανοήσει τον καπιταλισμό ως μια συγκεκριμένη ιστορική μορφή της κοινωνίας, και να διδάξει τα οικονομικά ως την «επιστήμη των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής κάτω από ιστορικά καθορισμένες συνθήκες» (Paul M. Sweezy, The Theory of Capitalist Development ). Πάνω απ 'όλα, καθώς στόχος τους είναι ο τρόπος με τον οποίο οι οικονομικες σχέσεις εμφανίζονται στην επιφάνεια, δηλαδή ως σχέσεις μεταξύ πραγμάτων, δεν είναι σε θεση να αναλύσουν τις σχέσεις εκμετάλευσης και αποξένωσης που διέπουν τη διαδικασία της ανταλλαγής, σχέσεις που γίνονται όλο και πιο σαφείς στις πλατιές μάζες των δυσαρεστημένων και στερημένων φοιτητών και εργαζομένων (αυτούς που συμμετέχουν και στη χειρωνακτική και στη πνευματική εργασία, τους εργαζόμενους και τους άνεργους, αυτούς που συμμετέχουν ή δεν συμμετέχουν στα συνδικάτα, τους νόμιμους και τους «παράνομους» εργαζόμενους) ως αποτέλεσμα της κρίσης.
Το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ακαδημαϊκών οικονομολόγων σπάνια ασχολείται με αυτές τις ανησυχίες δεν είναι σίγουρα θέμα νοημοσύνης, αλλά μάλλον θέμα ιδεολογίας και τάξης. Όπως έγραψε ο Κάρλ Μάρξ: «Οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι σε κάθε εποχή οι κυρίαρχες ιδέες. Δηλαδή, η τάξη που αποτελεί την κυρίαρχη υλική δύναμη της κοινωνίας, είναι ταυτόχρονα η κυρίαρχη πνευματική δύναμη» (Karl Marx and Friedrich Engels, The German Ideology). Σαν εκπρόσωποι των κυρίαρχων ιδέων της κοινωνίας, ο ρόλος των νεοκλασικών οικονομολόγων βαίνει πέραν της θετικής επιστημονικής έρευνας σχετικά με τη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών. Κατανοώντας οτι η κυριαρχία και η υποτιθέμενη αυτονόητη αλήθεια αυτών των ιδεών απαιτεί την εξέταση του ρόλου των διανοουμένων στην καπιταλιστική κοινωνία, είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε τη συζήτηση του Αντόνιο Γκράμσι για τους οργανικούς διανοούμενους: «Οι διανοούμενοι είναι οι εκπρόσωποι της κυρίαρχης ομάδας οι οποίοι ασκούν τις υποδεέστερες λειτουργίες της κοινωνικής ηγεμονίας και της πολιτικής διακυβέρνησης. Αυτες αποτελούνται απο: 1.την «αυθόρμητη» συναίνεση που δίνεται από τις μεγάλες μάζες του πληθυσμού με τη γενική κατεύθυνση που επιβάλλεται για την κοινωνική ζωή από την κυρίαρχη ομάδα 2. την οργάνωση της κρατικής εξουσίας καταναγκασμού που επιβάλλει «νόμιμα» τη πειθαρχία (Antonio Gramsci, Selections from the Prison Notebooks ).
Εξ'αιτίας των παραπάνω λόγων τα ορθόδοξα οικονομικά είναι στην ουσία κανονιστικά και στον πυρήνα τους χυδαία και απολογητικά: ενδιαφέρονται περισσότερο για την υπεράσπιση και την εκλογίκευση των συμφερόντων της καπιταλιστικής τάξης (του 1%) παρά για την επιστημονική αμεροληψία και την κριτική έρευνα σχετικά με το ιστορικά συγκεκριμένο υλικό και τις κοινωνικές σχέσεις της συσσώρευσης και της παραγωγής. Τα νεοκλασικά οικονομικά είναι, με λίγα λόγια, τα οικονομικά του κεφαλαίου. Η επείγουσα ανάγκη είναι μια πολιτική οικονομία της εργατικής τάξης (το «παλιό» προλεταριάτο και οι “νέες” μορφές επισφαλούς εργασίας πρέπει να “συναντηθούν” για να αποτελέσουν ένα ηγεμονικό μπλοκ), μια θεωρητική βάση για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας, για μια κοινωνία όπου η ελεύθερη ανάπτυξη του κάθε ατόμου αποτελεί προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων. Αν και οι μαρξιστές, νεο-Ρικαρντιανοί, και μετα-κεϋνσιανοί ριζοσπάστες πολιτικοί οικονομολόγοι ενσωματώνουν τις κοινωνικές / ταξικές σχέσεις του καπιταλισμού στις θεωρίες τους, για να ακολουθήσουν οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι τους ετερόδοξους συναδέλφους τους θα απαιτούνταν τίποτα λιγότερο από μια επανάσταση στον τρόπο σκέψης τους. Θα απαιτούσε, όπως ο Μαρξ υποστήριξε, να πάμε περα από την αντεστραμμένη πραγματικότητα της ατομικής ελευθερίας και της ισότητας, όπως αυτά εμφανίζονται στην αγορά, και να αντιμετωπισουμε την ανισοτητα και την ανελευθερία της καπιταλιστικής πολιτικής οικονομίας. Εξ'ισου σημαντικό, θα απαιτούσε την αναζήτηση για την κατανόηση του κεφαλαίου όχι ως αντικείμενο, αλλά ως βασική κοινωνική σχέση παραγωγής και ως την ανεξάρτητη κοινωνική εξουσία των καπιταλιστών έναντι των εργαζομένων. Πολιτικά, αυτό θα συνεπάγοταν την εγκατάλειψη των αρχών του νεοφιλελευθερισμού (και της θεωρητικής βάσης του: των ορθολογικών προσδοκιών, κλπ.), την αντίσταση στην εμπορευματοποίηση των κοινών αγαθών, και τον αγώνα για μια οικονομία που προσανατολίζεται προς την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών και το χτίσιμο πάνω στα θεμέλια της ευπρέπειας, της δικαιοσύνης, της ισότητας, του αποκεντρωμένου σχεδιασμού, και της δημοκρατίας στο χώρο εργασίας.
Συμοπερασματικά, η ενστικτώδης αντίδραση πολλών φοιτητών του Χάρβαρντ για τις ενέργειες εκείνων που αποχώρησαν από το μάθημα είναι λυπηρή, και ενδεικτική της θλιβερής κατάστασης του "ανοικτού" ακαδημαϊκού διαλόγου σε αυτό το ίδρυμα. Σε αντίθεση με την άποψη των συντακτών του Harvard Crimson οτι το μάθημα του Mankiw παρέχει την απαραίτητη ακαδημαϊκή γνώση για τη μελέτη των οικονομικών ως κοινωνική επιστήμη, θα πρέπει να υποστηρίξουμε ότι οι επιστήμες της πολιτικής επιστήμης, της κοινωνιολογίας, της οικονομίας, της ιστορίας και της φιλοσοφίας ειναι βαθιά διασυνδεδεμένες, μια αντανάκλαση της διαλεκτικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην οικονομία, το κράτος, την πολιτική, τις κοινωνικές / ταξικές σχέσεις και την ιδεολογία. Το να υποστηρίζεις ότι η οικονομία είναι μια αντικειμενική επιστήμη διαχωρισμένη από αυτούς τους τομείς, και πως οτιδήποτε έξω από την ορθοδοξία ανήκει στην σφαίρα της “κοινωνικής θεωρίας” είναι ακριβώς το ίδιο με το να αντιλαμβάνεσαι την οικονομία ως μια χυδαία αστική επιστήμη, μια επιστήμη που βλέπει τις κρίσεις του καπιταλισμού σαν φυσικές καταστροφές, παρά σαν προϊόντα των εσωτερικών αντιφάσεων του συστήματος, και θεωρεί τις σχέσεις κεφαλαίου-εργατών εθελοντικές (στην πραγματικότητα, για όσους έχουν μόνο την εργατική τους δύναμη για να πουλήσουν, είναι θέμα εργασίας ή θανάτου). Ενάντια σ'αυτό, είναι αναγκαίο να προσεγγίσουμε τη κοινωνική επιστήμη με το θάρρος να αναλάβουμε την "αδίστακτη κριτική όλων αυτών που υπάρχουν", χωρίς να φοβηθούμε τα συμπεράσματα ή τις συγκρούσεις με τις υπάρχουσες δυνάμεις (Karl Marx, For A Ruthless Criticism of Everything Existing). Για να κάνουμε ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να πάρουμε θέση σε σχέση με το φλέγον ζήτημα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα στην εποχή μας: σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα.
Ελεύθερη μετάφραση απο Harvard Political Review
Επιμέλεια μετάφρασης: Αντώνης Γαλανόπουλος